Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαντούμης — ο, Ν ευνούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hadum] … Dictionary of Greek
χαντούμης — ο (λ. τουρκ.), ευνούχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)